- δικάτοπτρος
- -η, -οαυτός που έχει δύο κάτοπτρα: Δικάτοπτρα γωνιομετρικά όργανα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δικάτοπτρος — ο (για γωνιομετρικά όργανα) αυτός που έχει δύο κάτοπτρα, τα οποία μεταφέρουν το είδωλο τού παρατηρούμενου αντικειμένου με διπλή ανάκλαση στη διόπτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek